Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΒΟΥΔΑ (μία αλληγορία ή μία ιστορία ζωής άξια μίμησης)



Μέρος πρώτο


«Η ψυχολογία σήμερα έχει πάρει έναν από τους βασικότερους ρόλους που είχε η θρησκεία παλιότερα. Είναι ένα θεραπευτικό μέσο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής.»


500 χρόνια πριν το Χριστό, έζησε στην Ινδία ένας πρίγκιπας, ο οποίος εγκατέλειψε την πολυτέλεια του παλατιού για ν’ αποκτήσει σοφία. Ίδρυσε την πρώτη παγκόσμια θρησκεία που σήμερα έχει περισσότερους από 400 εκατομμύρια πιστούς. έγινε σύμβολο ειρήνης, συμπόνιας, σύμβολο κατά της βίας. Δίδαξε πως μέσα από τη δική μας προσπάθεια και με τη βοήθεια του διαλογισμού, μπορούμε να γνωρίσουμε την υπέρτατη πραγματικότητα. Ο βουδισμός είναι μία θρησκεία που δεν έχει θεό, αλλά ένα μεγάλο δάσκαλο, το Βούδα. Όπως πολλές θρησκείες, και ο βουδισμός δέχθηκε πολλές ερμηνείες.


Πριν 100 χρόνια, η ζωή του Βούδα ήταν άγνωστη στη Δύση. Κατά τη διάρκεια των βρετανικών αποικιών στην Ινδία, ο βουδισμός είχε εξαφανιστεί από Ινδουϊστές βασιλείς και Μουσουλμάνους εισβολείς. Γύρω στα 1860, οι άποικοι βρετανοί αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές στη Β. Ινδία κι έφεραν στο φως ιστορικές αποδείξεις για τη ζωή του. Μετά από 100 χρόνια αρχαιολογικών ερευνών και μέσα από πολλές διαφωνίες, βρέθηκε η γενέτειρα του Βούδα, το σημερινό Τιλαουρακότ του Νεπάλ. Στο κέντρο της πόλης υπάρχει ένα παλάτι, από το οποίο ξεκίνησε η ιστορία του Βούδα.


Πριν 2000 χρόνια, η Ινδία ήταν διαιρεμένη σε βασίλεια και δημοκρατίες. Ο πατέρας του Βούδα ήταν αιρετός άρχοντας της φυλής Σάκυα. Κυβερνούσε το βασίλειο από το παλάτι που βρισκόταν στου πρόποδες των Ιμαλαΐων. Μετά τη γέννηση του γιού του Σιντάρτα (που σημαίνει εκπλήρωση όλων των επιθυμιών), η οικογένεια κάλεσε βραχμάνους ιερείς κι έναν προφήτη για να προβλέψουν το μέλλον του νεαρού πρίγκιπα. Ορισμένα σημάδια στο σώμα του θεωρήθηκαν ευοίωνα κι εμφανίζονταν είτε όταν κάποιος θα γινόταν πνευματικός ηγέτης ή παγκόσμιος αυτοκράτορας. Ο πατέρας του τον προόριζε για μεγάλο πολιτικό ηγέτη, γι’ αυτό αγωνιούσε και «προστάτευε» το γιό του ώστε να μη βλέπει πράγματα που θα τον έστρεφαν στη θρησκεία.


Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο Καπιλαβάστου (όπως λεγόταν τότε η πόλη), έδειξαν ότι επρόκειτο για μία πόλη που αποτελούσε το κέντρο μιας μικρής βιομηχανίας (της εποχής). Πιθανά ήταν ένας μικρός οικισμός που σήμερα δύσκολα θ’ αποκαλούσαμε πόλη. Η πλειονότητα του πληθυσμού ζούσε στην αγροτική περιφέρεια. Αυτή η περιοχή, έξω από τα τείχη της πόλης φαίνεται ότι γοήτευσε το Σιντάρτα. Ήθελε πολύ να πάρει μέρος στην ετήσια γιορτή του οργώματος και ο πατέρας του το επέτρεψε όταν ήταν 9 ετών. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε ένα σημείο καμπής στη ζωή του Σιντάρτα. Λέγεται ότι είδε έναν αγρότη να οργώνει. Είδε το μόχθο της δουλειάς που δεν είχε δει στο παλάτι. Κατάφερε να ξεφύγει απ’ τη γιορτή και να μείνει μόνος. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο κι άρχισε να σκέφτεται αυτά που είδε. Το αλέτρι να χαράζει και ν’ αυλακώνει το έδαφος. Ένα πουλί να τρώει ένα σκουλήκι που ξεσκέπασε το αλέτρι. Αναρωτήθηκε γιατί πρέπει να υποφέρουν έτσι τα ζωντανά πλάσματα. Σκέφτηκε ότι αν ο αγρότης δεν όργωνε, το πουλί δεν θα έτρωγε το σκουλήκι. Συνειδητοποίησε ότι όλα συνδέονται μεταξύ τους και ότι κάθε ενέργεια έχει και συνέπειες. Αυτή η απλή παρατήρηση έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της διδασκαλίας του, το κάρμα. Το μυαλό του επικεντρώθηκε σ’ αυτές τις βαθιές σκέψεις και πέρασε σε μία κατάσταση ύπνωσης (διαλογισμού), μία πνευματική κατάσταση που έγινε το πρώτο βήμα για τη φώτιση (Βούδας σημαίνει ο πεφωτισμένος).


Καθώς μεγάλωνε ο Σιντάρτα, ο πατέρας του έκανε ότι μπορούσε για να τον δελεάσει να μείνει στο παλάτι. Του βρήκε μία νύφη, με την οποία απέκτησε ένα παιδί. Ο πατέρας του προσπάθησε να δημιουργήσει έναν τέλειο κόσμο για εκείνον. Ανήμπορος όμως πια ν’ αντισταθεί στις πιέσεις του γιού του, υπέκυψε. Φρόντισε όμως, όταν θα έβγαινε ο Σιντάρτα να ‘χει εξαλειφθεί κάθε τι που θα μπορούσε να τον πληγώσει. Οι άρρωστοι, οι φτωχοί και οι γέροι, απομακρύνθηκαν απ’ τον φανταστικό κόσμο που του παρουσιάστηκε. Παρά τις προσπάθειες του πατέρα του, ο έξω κόσμος κίνησε το ενδιαφέρον του Σιντάρτα. Με την αφέλεια ενός παιδιού, ξεκίνησε με τον οδηγό του κι έκανε τέσσερα ταξίδια στα οποία είδε τέσσερα σημάδια.


Στο πρώτο του ταξίδι στην επαρχία, πρόσεξε ένα γέροντα που περπατούσε με κόπο. Ρώτησε τον οδηγό του τι πρόβλημα έχει αυτός ο άνθρωπος κι εκείνος του εξήγησε τη διαδικασία του γήρατος. Ο Σιντάρτα θορυβήθηκε όταν έμαθε ότι είναι αναπόφευκτη για όλους. Σύντομα ακολούθησε το 2ο σημάδι όταν είδε έναν άρρωστο, κι έμαθε ότι όλοι οι άνθρωποι αρρωσταίνουν. Κατόπιν, είδε τη σωρό ενός νεκρού και συγκλονίστηκε όταν έμαθε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί και ότι σύμφωνα με τη βραχμανική πίστη (που ήταν τότε πολύ διαδεδομένη) ξαναγεννιούνται για να υποφέρουν και να πεθάνουν πάλι. Το γήρας, η αρρώστια και ο θάνατος παρουσιάζονται μ’ αυτόν τον αλληγορικό τρόπο στην ιστορία της ζωής του Βούδα, αφού φαίνεται μάλλον απίθανο να μη γνώριζε τίποτα γι΄ αυτά. Προφανώς η ιστορία θέλει να τονίσει τον τρομερό αντίκτυπο που έχουν αυτά τα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης και πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να κάνουμε κάτι γι’ αυτά. Το τέταρτο σημάδι αφορούσε ένα ζητιάνο που του ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Σιντάρτα αναρωτήθηκε για ποιο λόγο αφήνει κανείς τις χαρές του κόσμου και γυρνάει στην επαρχία ζητιανεύοντας. Ο οδηγός του τού είπε ότι απαρνείται κάποιος τις χαρές για να δει την πραγματικότητα και να βρει απαντήσεις γι’ αυτή την επώδυνη ζωή. 


Συνεχίζεται…



Το κείμενο είναι βασισμένο αποκλειστικά σε ντοκυμαντέρ του BBC, με ελληνική μετάφραση και η Μαρίτσα έκανε το ρεζουμέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου